top of page

Η υπέρταση στην κύηση - Προεκλαμψία


Υπέρταση και κύηση


Η αρτηριακή υπέρταση είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα υγείας που απασχολεί το 25-40% του πληθυσμού. Αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου για τα καρδιαγγειακά νοσήματα και συσχετίζεται άμεσα με πολλές από τις βαρύτερες μορφές τους (π.χ εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια κτλ). Η αρτηριακή υπέρταση προσβάλει ανθρώπους όλων των ηλικιών: παιδιά, εφήβους, ενήλικους άνδρες και γυναίκες σε κάθε ηλικία.


Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, η εμφάνιση αρτηριακής υπέρτασης αποτελεί την συχνότερα απαντώμενη ιατρική παθολογία : συναντούμε αρτηριακή υπέρταση στο 5-10% του συνόλου των κυήσεων. Δυστυχώς, στην χώρα μας παραμένει συχνά αδιάγνωστη ή και υποθεραπευμένη λόγω ελλιπούς ενημέρωσης των γυναικών ή ανεπαρκούς ιατρικής φροντίδας.


Η υψηλή πίεση της κύησης οδηγεί σε σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία όχι μόνο της μητέρας αλλά και του εμβρύου. Η πρώιμη διάγνωσή της και η κατάλληλη αντιμετώπιση προλαμβάνουν τις επικίνδυνες πρώιμες αλλά και απώτερες επιπλοκές της. Υπάρχουν διάφορες μορφές υπέρτασης της κύησης, και είναι σημαντικό να τις διακρίνουμε σωστά, καθώς αυτές απαιτούν διαφορετική παρακολούθηση και αντιμετώπιση.


Σήμερα οι γνώσεις μας για το περίπλοκο αυτό θέμα οδηγούν στην ανάγκη συνεργασίας των μαιευτήρων- γυναικολόγων με ειδικό Καρδιολόγο σύμφωνα με τις κατευθυντήριες ιατρικές οδηγίες.


Διάγνωση της υπέρτασης στην κύηση


Η διάγνωση της υπέρτασης κατά την κύηση βασίζεται κυρίως σε κατ' οίκον μέτρηση της αρτηριακής πίεσης της εγκύου, αν και σήμερα η καταγραφή 24 ωρών με holter πιέσεως θεωρείται πιο ακριβής μέθοδος διάγνωσης και πρέπει να προτιμάται. Συγκεκριμένα συστήνεται η καταγραφή τριών 24ωρων καταγραφών της πίεσης, μία σε κάθε τρίμηνο κύησης.

Βασιζόμενοι στις μετρήσεις αρτηριακής πίεσης της εγκύου διακρίνουμε δύο στάδια βαρύτητας της υπέρτασης της κυήσεως:

  • ήπια αρτηριακή υπέρταση της κύησης: συστολική πίεση 140-159mmHg ή/ και διαστολική πίεση 90-109mmHg.

  • σοβαρή αρτηριακή υπέρταση της κύησης: συστολική πίεση ≥ 160mmHg και διαστολική πίεση ≥110mmHg.

Μορφές υπέρτασης στην κύηση


Η υπέρταση κατά την εγκυμοσύνη δεν είναι ένα ενιαίο σύνδρομο αλλά διακρίνεται σε διαφορετικές μορφές σύμφωνα με τις πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας. Αυτή η κατηγοριοποίηση βασίζεται στον χρόνο της διάγνωσης αλλά και την πορεία της υπέρτασης μετά τον τοκετό. Οι σημαντικότερες είναι:


  1. χρόνια αρτηριακή υπέρταση που προϋπήρχε: εδώ περιλαμβάνεται η υπέρταση της μητέρας που ήταν ήδη γνωστή πριν την κύηση, η υπέρταση της μητέρας που διαγνώστηκε στην αρχή της κύησης (μέχρι την 20η εβδομάδα), αλλά και η υπέρταση της μητέρας που επιμένει και μετά από 6 εβδομάδες από τον τοκετό.

  2. αρτηριακή υπέρταση σχετιζόμενη με την κύηση: εδώ περιλαμβάνεται η υπέρταση της μητέρας που διαγνώστηκε μετά την 20η εβδομάδα κύησης. Αυτή συνήθως αποδράμει μέχρι και 6 εβδομάδες από τον τοκετό.

  3. προεκλαμψία: είναι η σοβαρότερη μορφή υπέρτασης της κύησης. Αναλύεται διεξοδικά στη συνέχεια.


Επιπλοκές της υπέρτασης κατά την κύηση


Οι επιπλοκές της υπέρτασης κατά την κύηση, περιλαμβάνουν πέρα από τους γνωστούς κινδύνους της κοινής χρόνιας συστηματικής υπέρτασης για την μητέρα, και άλλες τραγικές για την κύηση καταστάσεις όπως η αποκόλληση του πλακούντα του εμβρύου και η διάχυτη ενδαγγειακή πήξη.


Η σοβαρή αρτηριακή υπέρταση της κύησης πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο εμφάνισης προεκλαμψίας και συνδρόμου HELLP, σοβαρών επιπλοκών και βασικών αιτιών περιγεννητικής θνητότητας των γυναικών ακόμα και στις μέρες μας. Το έμβρυο βρίσκεται σε κατάσταση υψηλού κινδύνου για ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης, για προωρότητα και ενδομήτριο θάνατο.


Οι μητέρες με υπέρταση της κύησης θα πρέπει να παρακολουθούνται δια βίου από Καρδιολόγο καθώς έχει αποδειχθεί ότι διατρέχουν 4πλάσιο κίνδυνο να αναπτύξουν τις χρόνιες επιπλοκές της υπέρτασης και 2πλάσιο κίνδυνο για εμφάνιση εγκεφαλικού επεισοδίου και ισχαιμική καρδιοπάθεια.


Διερεύνηση της υπέρτασης κατά την κύηση


Οι εργαστηριακές εξετάσεις που πρέπει να γίνουν για την διερεύνηση της υπέρτασης στην κύηση περιλαμβάνουν τον έλεγχο της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη, την γενική εξέταση ούρων, τον έλεγχο των ηπατικών ενζύμων, την τιμή της κρεατινίνης ορού και την τιμή του ουρικού οξέος.


Η υπερουριχαιμία γυναικών με αρτηριακή υπέρταση κύησης θεωρείται δείκτης δυσμενούς πρόγνωσης για την μητέρα και το έμβρυο.


Η παρουσία πρωτεϊνουρίας αποτυπώνει την συνύπαρξη νεφρικής βλάβης από την υπέρταση. Η καταγραφή της πρωτεϊνουρίας πρέπει να ολοκληρώνεται με εκτίμηση του λόγου αλβουμίνης / κρεατινίνη σε δείγμα ούρων. Αν ο λόγος αυτός είναι ≥ 30mg/mmol, τότε είναι διαγνωστικός της πρωτεϊνουρίας η οποία σηματοδοτεί ανάγκη στενής παρακολούθησης της εγκύου.


Ο έλεγχος των μητριαίων αρτηριών με doppler μετά από την 20η εβδομάδα κύησης θεωρείται ότι μπορεί επίσης να αναγνωρίσει έγκαιρα τις μητέρες που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για υπέρταση της κύησης, προεκλαμψία και ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης του εμβρύου.


Το σύνδρομο της προεκλαμψίας / εκλαμψίας


Η προεκλαμψία είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία η υπέρταση της κύησης όπως περιεγράφηκε παραπάνω, συνοδεύεται και από πρωτεϊνουρία (δηλαδή λόγο αλβουμίνης / κρεατινίνη σε δείγμα ούρων ≥ 30mg/mmol), με ή χωρίς παθολογικά οιδήματα. Το οίδημα χεριών και προσώπου δεν θεωρείται κριτήριο προεκλαμψίας με βάση τα νέα δεδομένα.


Σπανιότερα μπορεί να εμφανιστεί προεκλαμψία κατά το πρώιμο στάδιο της λοχείας. Θα πρέπει να θέτουμε υποψία προεκλαμψίας όμως σε κάθε εγκυμονούσα με υπέρταση η οποία παραπονείται για συμπτώματα όπως πονοκεφάλους, διαταραχές της όρασης, κοιλιακό πόνο ή παθολογικά ευρήματα στον αιματολογικό έλεγχο, διότι συχνά η πρωτεϊνουρία εμφανίζεται αργότερα στην κύηση στις ασθενείς αυτές.


Η εκλαμψία είναι μια βαριά μορφή προεκλαμψίας που χαρακτηρίζεται από την παρουσία σπασμών των μυών του προσώπου και των χεριών, μέχρι ακαμψία και κυάνωση με γενικευμένους τονικο- κλονικούς σπασμούς.


Δεν διατρέχουν όλες οι γυναίκες τον ίδιο κίνδυνο να αναπτύξουν προεκλαμψία στην κύηση. Οι παράγοντες αυξημένου κινδύνου για ανάπτυξη προεκλαμψίας που γνωρίζουμε είναι:


  • η πρωτότοκος κύηση

  • η πολύδυμη κύηση

  • η παχυσαρκία της μητέρας με BMI >35Kg/m2

  • ο σακχαρώδης διαβήτης μητέρας

  • η ηλικία της μητέρας > 35 ετών

  • η νεφρική νόσος μητέρας

  • τα αυτοάνοσα νοσήματα μητέρας (π.χ συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτιδα, αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο)

  • η χρόνια αρτηριακή υπέρταση

  • το ιστορικό εμφάνισης προεκλαμψίας της μητέρας σε προηγούμενη κύησή της

  • το οικογενειακό ιστορικό εμφάνισης προεκλαμψίας

  • η αφρικανική φυλή


Ιδιαίτερα έχει απασχολήσει την ιατρική κοινότητα τελευταία η αιτία πρόκλησης της προεκλαμψίας, χωρίς ωστόσο να έχει καταλήξει σε έναν συγκεκριμένο μηχανισμό. Έχει φανεί ότι η βασική βλάβη που οδηγεί στην προεκλαμψία είναι η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων του πλακούντα. Αυτή η δυσλειτουργία πυροδοτεί διεργασίες αγγειοσύσπασης, φλεγμονής και θρόμβωσης που δρουν τόσο στον πλακούντα όσο και συστηματικά. Στις συστηματικές εκδηλώσεις της προεκλαμψίας ανήκουν οι αιματολογικές, οι καρδιολογικές, οι νευρολογικές, οι πνευμονολογικές, οι νεφρικές και οι ηπατικές διαταραχές που μπορεί να απαντούν στις ασθενείς αυτές.


Οι επιπλοκές της προεκλαμψίας για την μητέρα είναι καταστροφικές, με πρόκληση πολυοργανικής ανεπάρκειας και αποτελούν σημαντική αιτία μητρικής θνητότητας, που υπολογίζεται στο 9% περιπτώσεων μητρικού θανάτου.


Για το έμβρυο η εμφάνιση προεκλαμψίας οδηγεί σε ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξής του, και σε προωρότητα.


Όταν η προ-εκλαμψία συνοδεύεται με αιμόλυση, αύξηση των ηπατικών ενζύμων και θρομβοπενία, οδηγεί σε εικόνα συνδρόμου HELLP. Το σύνδρομο αυτό αποτελεί μια απειλητική για τη ζωή κατάσταση, που μπορεί να αποβεί μοιραία για την μητέρα και το έμβρυο. Η παγκόσμια μητρική θνητότητα που οφείλεται σε σύνδρομο HELLP αποτελεί το 25% των μητρικών θανάτων.


Θεραπευτική αντιμετώπιση της υπέρτασης στην κύηση


Η διάγνωση υπέρτασης στην κύηση οφείλει να θέσει την έγκυο σε συστηματική ιατρική παρακολούθηση, και φαρμακευτική αγωγή, ώστε να αποφευχθούν οι καταστροφικές συνέπειές της για την ίδια και το έμβρυο. Οι αλλαγές του τρόπου ζωής (υγιεινή διατροφή, αποφυγή άλατος και φυσική άσκηση) δεν επαρκούν στην θεραπεία της υπέρτασης της κύησης, αλλά μπορεί να βοηθήσουν.

  • Στις εγκύους με προγενέστερο ιστορικό αρτηριακής υπέρτασης, πριν την εγκυμοσύνη, συστήνεται έναρξη αντιϋπερτασικής φαρμακευτικής αγωγής (ή τιτλοποίηση της ήδη υπάρχουσας) αν η αρτηριακή πίεση ≥150/ 95mmHg.

  • Στις εγκύους με πρωτοδιαγνωσθείσα αρτηριακή υπέρταση στην κύηση, συστήνεται έναρξη αντιϋπερτασικής αγωγής αν η αρτηριακή πίεση ≥140/ 90mmHg.

Αν παρατηρήσουμε κατά την παρακολούθηση της κύησης ευρήματα ύποπτα για εικόνα υποκλινικής βλάβης οργάνων στόχων της υπέρτασης (πρωτεϊνουρία, υπερτροφία αριστερής κοιλίας της καρδιάς, αρτηριακή σκληρία, αμφιβληστροειδοπάθεια, αθηροσκληρωτική νόσο), τότε συστήνεται έναρξη αγωγής με στόχο αρτηριακής πίεσης <140/90mmHg.


Τόσο η ίδια η παρουσία της υπέρτασης όσο και τα αντιυπερτασικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην κύηση έχουν συσχετιστεί με αύξηση κινδύνου εμφάνισης συγγενούς καρδιοπάθειας όπως είναι η στένωση της πνευμονικής βαλβίδας, το β’ γενές μεσοκολπικό έλλειμμα, το έλλειμμα μεσοκοιλιακού διαφράγματος και η στένωση ισθμού της αορτής.


Είναι λοιπόν σημαντικό να ελέγχεται διεξοδικά η επιλεχθείσα φαρμακευτική αντιυπερτασική αγωγή για την ασφάλειά της, τόσο για την έγκυο όσο και για το έμβρυο που κυοφορεί. Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφέρουμε ότι, κάποια από τα φάρμακα που αποτελούν την 1η γραμμή στη θεραπεία της υπέρτασης σε μη εγκύους, αντενδείκνυνται απολύτως στην κύηση (αυτά είναι οι ανταγωνιστές μετατρεπτικού ενζύμου και οι ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης). Επομένως, σε γυναίκες που βρίσκονται σε περίοδο προγεννητικής προετοιμασίας και επιθυμούν μία εγκυμοσύνη καλό είναι να επιλέγουμε προσεκτικά αντιυπερτασική αγωγή εφόσον χρειάζεται να την λάβουν.


Αν κατά την διάρκεια κύησης καταγραφεί αρτηριακή πίεση της εγκύου >170 mmHg, αυτό αποτελεί μέτρηση συναγερμό και πρέπει να οδηγήσει άμεσα σε εισαγωγή στο νοσοκομείο. Εκεί, η έγκυος θα πρέπει να παρακολουθηθεί στενά και να τεθεί άμεσα σε ενδοφλέβια αντιυπερτασική αγωγή.


Η πρόληψη της προεκλαμψίας

Η προεκλαμψία των γυναικών που εμφανίζουν αρτηριακή υπέρταση στην κύηση μπορεί να προληφθεί, καθώς μπορούμε να την προβλέψουμε κατά την παρακολούθηση της εγκύου. Για την πρόβλεψη αυτή στηριζόμαστε τόσο στην καταγραφή της πίεσής τους με holter, στην παρουσία των παραγόντων κινδύνου που αναφέρθηκαν, αλλά και στην εκτίμηση της ροής στις μητριαίες αρτηρίες.


Στις εγκύους που παρουσιάζουν παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση προεκλαμψίας συστήνεται πέρα από την αυστηρή φαρμακευτική ρύθμιση της πίεσης, και η λήψη ασπιρίνης 100mg μία φορά την ημέρα, από την 12η -36η εβδομάδα κύησης. Αυτό έχει συσχετιστεί με μείωση του κινδύνου προεκλαμψίας κατά 12%, και με μείωση του κινδύνου πρόωρου τοκετού κατά 14%.


Οι περισσότερες γυναίκες μπορούν να γεννήσουν κανονικά εάν η προεκλαμψία διαγνωσθεί νωρίς και γίνει η σχετική παρακολούθηση κατά την εγκυμοσύνη.


Ωστόσο, όσο σοβαρότερα είναι τα συμπτώματα και όσο νωρίτερα εμφανίζονται στην εγκυμοσύνη, τόσο μεγαλύτεροι είναι οι κίνδυνοι επιπλοκών για τη μητέρα και το έμβρυο. Το θειϊκό μαγνήσιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόληψη της εκλαμψίας σε άτομα με σοβαρή νόσο. Η παρουσία τέτοιων επιπλοκών απαιτούν τερματισμό της κυήσεως με φυσιολογικό τοκετό ή καισαρική τομή, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος μητρικού θανάτου αλλά και εμβρυϊκής υποξίας.

Κλείστε το ραντεβού σας

Παρακαλούμε συμπληρώστε τη φόρμα και θα επικοινωνήσουμε μαζί σας. 

Σας ευχαριστούμε!

bottom of page